- ὑδατίδας
- ὑδατίςwatery vesiclefem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υδατιδοκήλη — η, Ν ιατρ. διόγκωση τού οσχέου, που προκαλείται από αύξηση τών διαστάσεων, κυρίως, τής υδατίδας τής επιδιδυμίδας και, σπανιότερα, τής υδατίδας τού Μοργκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatidocele < υδατίς, ίδος + κήλη] … Dictionary of Greek
υδατιδικός — ή, ό, Ν [υδατίδα] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις υδατίδες κύστεις 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υδατίδες κύστεις 3. φρ. «υδατιδικός τρόμος» ιατρ. χαρακτηριστικό αίσθημα δόνησης, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση υδατίδας κύστης ύστερα από… … Dictionary of Greek